οφρυς

οφρυς
    ὀφρύς
    -ύος ἥ (в nom. и acc. sing. ῡ)
    

(acc. ὀφρύν - поздн. ὀφρύα; acc. pl. ὀφρύας и ὀφρῦς)

    1) бровь
    

τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν Arph. — нахмурить брови, насупиться;

    τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν Eur. (тж. ἀνασπᾶν Arph. или ἀνατείνειν Luc.) — высокомерно поднимать брови;
    τὰς ὀφρῦς καταβάλλειν, λύειν или μεθιέναι Eur. — разглаживать брови, прояснять чело;
    ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Pind. — весело смеяться

    2) важность, торжественность
    

ῥήματα ὀφρῦς ἔχοντα Arph. — высокопарные слова

    3) гордыня, спесь
    

(ἥ ὀ. καὴ ὅ τῦφος Anth.)

    4) приподнятый край, гребень или круча
    

(αἱ ὀφρῦς τῶν λόφων Polyb.)

    ἐπ΄ ὀφρύσι Καλλικολώνης Hom. — на склонах Калликолоны;
    ἥ ὀ. τοῦ ποταμοῦ Polyb. — высокий берег реки


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οφρυς" в других словарях:

  • ὀφρῦς — ὀφρύς fem acc pl ὀφρύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ὀφρύς — ὀφρύ̱ς , ὀφρύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρῦν — ὀφρύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύες — ὀφρύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύος — ὀφρύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύσι — ὀφρύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύσιν — ὀφρύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύων — ὀφρύς fem gen pl ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»